ὀκτωετία
Look at other dictionaries:
οκτωετία — ὀκτωετία, ἡ (Α) βλ. οκταετία … Dictionary of Greek
οκταετία — και οχταετία, η (Α ὀκταετία και ὀκτωετία) [οκταετής] περίοδος οκτώ ετών, χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αλλ. οκταετηρίδα … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek